http://www.mrkteo.gr/

Τρίτη

Ο κύκλος...


Είχε περάσει ώρα πολλή που είχε χαράξει και ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει  ψηλά. Μα δεν του ‘κανε καμία όρεξη να πάρει το ίδιο μονοπάτι

Αυτό που έπαιρνε κάθε μέρα να πάει να φροντίσει τα ζωντανά του.

Κοντοστάθηκε στην αρχή του λόφου και πήρε το αντίθετο απ’ αυτό μονοπάτι. Το κακοτράχαλο. Αυτό που ξεκινούσε απ’ την άλλη μεριά και που είχε να το διαβεί από παιδί .

Δεν τον ένοιαζε αν θα τον έβγαζε στο τέρμα του λόφου. Ούτε πως αν μετά από τόσα χρόνια που είχε να το διασχίσει, το πέρασμα κάποιων άγριων ζώων το είχαν κρατήσει ζωντανό.

Εκείνο που δεν άντεχε να ξαναζήσει , ήταν να δει  απ΄ την τελευταία αυτή στροφή του λόφου, τα καράβια που πάνε και έρχονται στις θάλασσες του κόσμου, πως δεν έχουν μέσα τους δικούς του ανθρώπους.

Φοβόταν … Μην τυχόν και ξαναζήσει εκείνο το χάσιμο του μυαλού του, μαζί με τις παραισθήσεις της προσμονής των δικών του, που είχε βιώσει τα προηγούμενα Χριστούγεννα σ’ εκείνη την τελευταία στροφή. Μπορούσε να συγχωρέσει στον εαυτό του τα παιχνιδίσματα εκείνα του γέρικου μυαλού του.  Όμως έτρεμε το απότομο ξύπνημα στην πραγματικότητα.

Σαν Γολγοθάς του φάνταζε το απόκρημνο αυτό μονοπάτι. Ασθμαίνοντας  ανέβαινε, μα ούτε πέλαγος ούτε  καράβια έβλεπε.
Συνέχισε…

Μόνο απόκρημνα βράχια και γκρεμό να χάσκει μπρός στα μάτια του θωρούσε.  Δύσβατο και λασπωμένο το μονοπάτι εκείνο το πρωινό του Μ. Σαββάτου, μετά την γεμάτη θλίψη  βροχή του προηγούμενου απογεύματος, να τον σπρώχνει στον χαμό.

Κάτι κατακόκκινες παπαρούνες που αρπάχτηκε απ’ αυτές όταν έχασε την ισορροπία του και είδε τον  Άδη να του γνέφει , του δώσαν τον χρόνο να την ξαναβρεί. Πίστεψε τότε πως κάποιος βόηθησε να τον νικήσει.

Σταυροκοπήθηκε… Και πήρε δύναμη να συνεχίσει μέχρι που έφτασε στο τέλος του λόφου.

Προσπάθησε να ξαναβρεί την χαμένη ανάσα του κι αναρωτήθηκε γιατί στο τέλος της πορείας της ζωής του, να του αξίζει μια τέτοια διαδρομή. Γιατί σε μένα Θεέ μου μονολόγησε…;

Το ήξερε πως δεν είχε το κορμί του άλλη δύναμη .Δεν βαστούσε άλλο… Μα έκανε κουράγιο να πάρει μια πνοή ακόμα  απ’ την ψυχή του, να φτάσει στην κορυφή να φροντίσει τα πλάσματά του.

Πάντα αυτός ήταν ο καλός ποιμένας στην γη την δική του κι’ αυτό  δεν θα μπορούσε να το αλλάξει κανένας…
Και αφού φρόντισε πρώτα όλα τα ζωντανά του, (τα γεννήματά του όπως τα έλεγε ) ύστερα κάθισε να αναπαυθεί .

Αλλά δεν μπόρεσε να ησυχάσει… Στο ταλαιπωρημένο μυαλό του ήρθε η εικόνα της συντρόφου του. Που  πριν ο πετεινός λαλήσει  φορές, την είδε να σηκώνεται για να βάψει  παράταιρα τα πασχαλινά αυγά και να ζυμώσει πίτες και πασχαλινά τσουρέκια…

-Τι κάνεις εκεί της είπε;  Ζουρλάθηκες μωρή κυρά;…
-Ησύχασε εσύ και κοιμήσου μη σε μέλλει εσένα. Σήμερα Μ. Σάββατο  θα ‘ρθουν  τα  παιδιά και πρέπει να είναι όλα έτοιμα… Του αποκρίθηκε αυτή με περίσσια σιγουριά…
-Σήμερα που θα ‘ρθουν τα παιδιά, ψέλλισε με τη σειρά του κι αυτός, δίχως να το πιστεύει…
Σηκώθηκε τότε σιγά σιγά  και την πήρε αγκαλιά. Καταλάβαινε, γι’ αυτό και δεν της έφερε καμία αντίρρηση.
- Ναι κυρά μου εσύ ξέρεις καλύτερα. Σήμερα θα ‘ρθουν, της είπε… Μα στο κάτω κάτω… καλά να είναι κι ας μην έρθουν συνέχισε αυτός… προσπαθώντας να την προειδοποιήσει.
-Όχι αυτή την φορά θα ‘ρθουν να μου το θυμηθείς,… του αντιγύρισε  αυτή…
Ξεκίνησε να πάρει το μονοπάτι της επιστροφής αυτό πριν τη τελευταία στροφή. Δεν το φοβόταν πια. Εκείνο που τον έκαιγε και τον ένοιαζε ήταν να γυρίσει στη κυρά του…
Άνοιξε το βήμα του… μα σαν προχώρησε λίγο είδε την σκιά να τον ακολουθεί.
Γύρισε κι είδε το πιο όμορφο απ’ τα αρνιά του να τον έχει πάρει στο κατόπι.
-Φύγε του είπε. Δεν έφτασε η ώρα σου ακόμα…
Σαν να μην τον άκουσε εκείνο και τρίφτηκε επάνω του…
Έφτασαν τότε στα αυτιά του οι χαρμόσυνες καμπάνες της εκκλησίας του χωρίου να του αναγγέλλουν την πρώτη Ανάσταση.  Σταμάτησε αυτός κι έκανε τον σταυρό του ευλαβικά.
Μα δεν ήταν μόνο καμπάνες αυτό που άκουγε. Παιδικά γέλια και φωνές ήταν, που ανακατεύονταν μαζί με το χαρμόσυνο άγγελμα.
-Παππού… παππού… Άκουσε να τον φωνάζουν τώρα καθαρά.
Τρόμαξε τότε στην ιδέα πως ξαναζούσε εκείνα τα περίεργα παιχνιδίσματα του γέρικου μυαλού του και κοκάλωσε.
Έβλεπε όμως τώρα καθαρά να περνούν την στροφή τα δυο του εγγόνια και να έρχονται τρέχοντας καταπάνω του. Πίσω τους σε μικρή απόσταση ακολουθούσε ο γιός του.
Δεν πίστευε στα μάτια του και έμεινε να τους κοιτάζει αποσβολωμένος.
-Τι έγινε ρε πατέρα, φαντάσματα είδες; Του είπε ο γιός του περιπαίζοντάς τον με την σαστιμάρα του, πέφτοντας  στην αγκαλιά του.
Ξέσπασε σε κλάματα χαράς ο γέρος. Μια αγκαλιά γινήκαν όλοι τους τότε για ώρα πολλή.
-Ήρθαμε πίσω πατέρα. Δεν μας περίμενες γέρο μου έεε;… του είπε και έσκυψε να τον φιλήσει.   Επιστρέψαμε στην γη μας πατέρα συνέχισε. Να μείνουμε εδώ ήρθαμε. Ένας κύκλος ήταν η ζωή μας εκεί που έκλεισε. Είναι μικρός ο τόπος εδώ. Αλλά είναι δικός μας και μας χωράει.  Έτσι δεν είναι πατέρα, δεν μας χωράει;
Είχαν φτάσει πια στην αρχή του λόφου. Κοίταξε τα δυο μονοπάτια ο γέρος που μαζί έκλειναν τον κύκλο της προσμονής του.
-Ναι παιδί μου έτσι είναι… Είναι μικρός ο τόπος μας. Μα έχει αγάπη και μας χωράει όλους…

Ένας κύκλος ήταν μέχρι τώρα. Ήταν ο κύκλος των θυσιών μας και των παθών μας, που τώρα όμως έκλεισε για να μας φέρει την Ανάσταση.

Έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού τους. Το μικρό αρνί, τους είχε ακολουθήσει σ’ όλη αυτή την πορεία της διαδρομής τους.

Κανένας τους δεν το έδιωξε.

 Θανάσης Μπελεμέμης
freepen.gr 
Share:
http://ikivotos.gr/

Advertisement