Ένα από τα θέματα που έχουν απασχολήσει την επικαιρότητα είναι και το θέμα του στάτους των μελών της εθνικής αντιπροσωπείας.
Συνεχίζοντας την παρουσίαση των διατάξεων του Συντάγματος που προτείνω να αναθεωρηθούν, αναφέρομαι στα θέματα των βουλευτών, της ασυλίας, αλλά και τους ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας του βουλευτού και του υπουργού.
Αρθρ. 51 του Συντάγματος (Αριθμός Βουλευτών)
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθ. 51 § 1 Σ «Ο αριθμός των βουλευτών καθορίζεται δια νόμου, δεν δύναται, όμως, να είναι μικρότερος των διακοσίων, ούτε μεγαλύτερος των τριακοσίων». Είναι, δε γνωστό, ότι πάντοτε, μέχρι σήμερα, οι εκλεγόμενοι βουλευτές ήταν τριακόσιοι, δηλαδή ο ανώτερος προβλεπόμενος από το Σύνταγμα αριθμός. Όμως, με βάση τη συνταγματική αυτή διάταξη, ο συνολικός αριθμός των βουλευτών- μελών της Βουλής δεν είναι εκ του Συντάγματος σταθερός, αλλά καθορίζεται με τον εκλογικό νόμο, ο οποίος ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής (αρθρ.72 §1 και 54 §2 Σ).
Φαίνεται, όμως, ότι στην Ελληνική Κοινωνία έχει ωριμάσει η ιδέα, για να μειωθεί ο αριθμός των Βουλευτών από 300, που είναι σήμερα, σε 150 ή 200, και αυτό ιδίως, λόγω της σημερινής οικονομικής κρίσης και της επιβαλλόμενης οικονομίας σε όλους τους τομείς, αλλά και διότι, αναλογικά έχουμε το μεγαλύτερο αριθμό Βουλευτών από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Εκτός από τους λόγους αυτούς, και ο νέος «Καλλικράτης», που μεταβίβασε πολλές αρμοδιότητες στους νέους Δήμους και στις Περιφέρειες, δημιουργεί προβληματισμό για τον αριθμό των Βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Θα πρέπει δηλ. να ενισχυθεί περισσότερο η Περιφερειακή εκπροσώπηση και να μειωθεί η Κεντρική (σε αριθμό Βουλευτών και Υπουργών). Επομένως, είναι αναγκαίο, κατά τη συζήτηση, που θα ακολουθήσει, για την αναθεώρηση, να συμπεριληφθεί προς εξέταση και συζήτηση και το θέμα αυτό.
Αυτό δε, δηλαδή η μείωση του αριθμού των βουλευτών, μπορεί να γίνει κατά δύο τρόπους:
α) Ο νέος σχετικός νόμος, όπως προβλέπεται από την παραγ. 1 του αρθρ. 51 Σ, να ορίσει τον αριθμό των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου σε 200, και επομένως δεν χρειάζεται οποιαδήποτε σχετική αναθεώρηση.
β) Άλλως, ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή του Συντάγματος και να αναφέρει, ότι «ο αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί, όμως, να είναι μικρότερος από εκατόν πενήντα, ούτε μεγαλύτερος από διακόσιους». Προσωπικά επιλέγω αυτή τη λύση, δηλαδή ο αριθμός των Βουλευτών του ελληνικού Κοινοβουλίου να περιορισθεί με συνταγματική διάταξη.
Υπάρχει μέγιστο θέμα με τις μονοεδρικές εκλογικές Περιφέρειες, όπου εκλέγεται ένας μόνο βουλευτής και συνήθως είναι του κυβερνώντος Κόμματος. Επίσης, υπάρχουν και μεγαλύτερες εκλογικές Περιφέρειες, όπου, πολλές φορές, όλοι οι εκλεγόμενοι Βουλευτές ανήκουν στο κυβερνών μόνο Κόμμα.
Καλό, χρήσιμο και δημοκρατικό θα ήταν να προβλεφθεί διάταξη, ώστε να μην υπάρχουν καθόλου μονοεδρικές εκλογικές Περιφέρειες και, σε κάθε περίπτωση, στις διεδρικές ή και σε μεγαλύτερες, να εκλέγεται ένας βουλευτής ή περισσότεροι του κυβερνώντος Κόμματος και ένας των κομμάτων συνολικά της Αντιπολίτευσης. Δεν είναι καθόλου δημοκρατικό και ούτε σωστό ένας νομός ή το ορθότερο μία εκλογική Περιφέρεια να εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο από ένα μόνο Βουλευτή, που συνήθως είναι του κυβερνώντος Κόμματος, ή μια ολόκληρη εκλογική Περιφέρεια να εκπροσωπείται μόνο από κυβερνητικούς βουλευτές.
Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αντιμετωπισθεί με το να υπάρξουν μεγαλύτερες εκλογικές περιφέρειες και πάντως όχι πολύ μεγάλες, αλλά ούτε μονοεδρικές και, ακόμη, όταν εκλέγονται δύο ή περισσότεροι βουλευτές να μην είναι μόνο ενός κόμματος και συνήθως του κυβερνώντος.
Βέβαια, η Κυβέρνηση θα φέρει στη Βουλή Ν/Σ, όπως εξήγγειλε, για πλήρη αλλαγή του εκλογικού συστήματος κατά το Γερμανικό, όπως και για αλλαγή των Εκλογικών Περιφερειών. Επομένως, η προτεινόμενη Αναθεώρηση θα πρέπει να λάβει υπόψη της και τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία και το διάλογο, που θα πρέπει ν΄ ακολουθήσει (εντός και εκτός Βουλής).
Αρθρ. 62 Σ (Βουλευτική ασυλία)
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή (αρθρ.62) καθιερώνεται, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, το λεγόμενο ακαταδίωκτο του Βουλευτού, δηλαδή προβλέπεται μια ειδική προστασία του Βουλευτή από ποινικές διώξεις, που θα ήταν δυνατόν ν΄ασκηθούν εναντίον του. Η ρύθμιση αυτή του παρόντος άρθρου 62 Σ, όπως ισχύει σήμερα, αναφέρεται σε δραστηριότητες του βουλευτού, που δεν σχετίζονται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων, διότι τότε θα ίσχυε το, κατ΄ αρθρ. 61 Σ, ανεύθυνο.
Όπως είναι γνωστό, ο Κανονισμός της Βουλής και ιδίως μετά την Αναθεώρηση, για το θέμα αυτό, του 2001, προβλέπει ειδική διαδικασία άρσης της βουλευτικής ασυλίας, αλλά, στην πράξη, σπανίως αίρεται αυτή, με αποτέλεσμα, ο βουλευτής να μη μπορεί, σχεδόν ποτέ, να διωχθεί, έστω και εάν πρόκειται για αδίκημα, που τελέστηκε από δραστηριότητες εκτός των βουλευτικών του καθηκόντων και έτσι βλαβέντες πολίτες χάνουν το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας. Για το θέμα αυτό, η Χώρα μας καταδικάστηκε δύο φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διότι δια της υφιστάμενης βουλευτικής ασυλίας και της μη άρσης από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (ανεξάρτητα προς την ουσία των δύο αυτών υποθέσεων) αποστερήθηκαν, κατά τις σχετικές αποφάσεις, οι ενδιαφερόμενοι Έλληνες πολίτες της δικαιούμενης δικαστικής προστασίας.
Φαίνεται, όμως, ότι στην Ελληνική Κοινωνία ωρίμασε η ιδέα και υπάρχει αξίωση, ότι για κάθε Βουλευτή, όταν φέρεται, ότι υπέπεσε σε ποινικό αδίκημα για δραστηριότητες, εκτός των αυστηρώς βουλευτικών του καθηκόντων, να μην ισχύει η ασυλία, και επομένως, ν΄ ασκείται κατ΄ αυτού δίωξη και να δικάζεται κανονικά, όπως οι άλλοι πολίτες.
Θα μπορούσαν, ασφαλώς, και πρέπει να προβλεφθούν προϋποθέσεις και όροι, ώστε και περισσότερες εγγυήσεις να υπάρχουν, για να μη γίνονται οι Βουλευτές έρμαια των πολιτικών αντιδικιών ή βορά των δικομανών πολιτών ή και εκδικητικών διαθέσεων, και, επίσης, χρονικά να εκδικάζονται και να εκκαθαρίζονται οι υποθέσεις αυτές πολύ σύντομα. Πέραν αυτών, θα πρέπει, για την πληρότητα των σκέψεών μου, ν΄ αναφερθεί, ότι στον πολίτη υπάρχει και η δυνατότητα της αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια, για την οποία δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός και ούτε απαιτείται άρση της βουλευτικής ασυλίας. Έτσι, οι πολίτες, συνήθως, καταφεύγουν (όπου είναι εκ του νόμου εφικτό) στη λύση αυτή κατά Βουλευτών, που φέρονται, ότι τέλεσαν ένα ποινικό αδίκημα, αλλά η διαδικασία αυτή δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ποινικό κολασμό, διότι αφορά μόνο σε αποζημιώσεις.
Με βάση τ΄ ανωτέρω, είναι αναγκαίο ν΄ αναθεωρηθεί και η διάταξη αυτή (αρθρ. 62 Σ) και να μην υπάρχει για τους βουλευτές καμία ασυλία, σχετικά με πράξεις, που φέρονται ότι τελέστηκαν απ΄ αυτούς εκτός των καθαρώς βουλευτικών τους καθηκόντων.
Αρθρ. 81-83 του Συντάγματος (Συγκρότηση της Κυβέρνησης – Ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας του Βουλευτού και του Υπουργού)
Έχει ωριμάσει στην Κοινωνία η ιδέα και εκτιμώ, ότι είναι ορθό, να μελετηθεί και να εξετασθεί, ώστε να υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ των ιδιοτήτων του Βουλευτού και του Υπουργού. Πρόκειται για μία συνταγματική ρύθμιση, που είναι απολύτως αναγκαία και θα ευαισθητοποιήσει θετικά την Ελληνική Κοινωνία.
Έτσι, οι Βουλευτές θα ασχολούνται μόνο με το νομοθετικό τους έργο και το κοινοβουλευτικό έλεγχο, ενώ οι Υπουργοί θα επιλέγονται από τον εκάστοτε Πρωθυπουργό και θα είναι διακεκριμένες προσωπικότητες στην επιστήμη τους και στο επάγγελμά τους, και θα ασχολούνται μόνο με τα κυβερνητικά τους καθήκοντα και την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, δεν θα υπολογίζουν και το πολιτικό κόστος, που είναι σχεδόν πάντοτε ανασταλτικός παράγων για βαθιές τομές και ρηξικέλευθες αποφάσεις, που, από ετών, είχε και έχει ανάγκη ο τόπος. Αυτό, όμως, μπορεί να γίνει με δύο τρόπους και συγκεκριμένα:
I) Να υπάρξει δέσμευση, ότι θα ψηφιστεί νόμος (αρθρ. 81 παραγ. 1 Σ), βάσει του οποίου η σύνθεση των μελών της Κυβέρνησης δεν θα αποτελείται μόνο από βουλευτές, αλλά, κατά πλειοψηφία ή και συνολικά, από εξωκοινοβουλευτικές διακεκριμένες προσωπικότητες, που έχουν πετύχει και δοκιμασθεί στην επιστήμη τους και στο επάγγελμά τους. Αυτό, βεβαίως, μπορεί να συμβεί και σήμερα, διότι δεν υπάρχει συνταγματικός περιορισμός, αλλά στην πράξη γίνεται σπανίως.
II) Να αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή (αρθρ. 81 Σ), που είναι και το ορθότερο και να προβλεφθεί ρητά το ασυμβίβαστο, μεταξύ του αξιώματος των Βουλευτών και των Υπουργών και Υφυπουργών.
Στην περίπτωση αυτή, καλό είναι, να θεσπισθεί και χρονικός περιορισμός (θητεία) για κάθε Υπουργό, η οποία δεν πρέπει να είναι συνολικά ανώτερη των οχτώ (8) ετών σε όλα τα Υπουργεία. Ό,τι έχει και μπορεί, να προσφέρει ένας Υπουργός, θα το κάνει μέσα στο χρόνο των 8 ετών, και δεν είναι ανάγκη να κατέχει το αξίωμα του Υπουργού επ΄ άπειρον, όπως συμβαίνει πολλές φορές. Η μακρά θητεία, πέραν των άλλων, εκτρέφει και φαινόμενα διαφθοράς στο περιβάλλον του για πολλά χρόνια Υπουργού, κάτι που, ιδίως την περίοδο αυτή, πρέπει να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά.
Αντιλαμβάνομαι, ότι το ασυμβίβαστο του Βουλευτού και Υπουργού παρουσιάζει κάποια συνταγματικά προβλήματα, που έχουν σχέση και με τη μορφή του πολιτεύματος της χώρας μας, αλλά αυτά είναι ανάγκη να ξεπερασθούν, διότι, κατά την περίοδο αυτή και για το μέλλον, προέχει το συμφέρον του τόπου, η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου, η κατάργηση του λεγόμενου «πολιτικού κόστους», η εξαφάνιση του «πελατειακού συστήματος» και η απερίσπαστη ενασχόληση των βουλευτών με το νομοθετικό τους έργο και το κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Υπάρχει, βεβαίως, με την πρότασή μου αυτή, ένας άλλος κίνδυνος και πρέπει να επισημανθεί, ότι δηλ. μπορεί να γίνει παντοδύναμος και πανί-σχυρος ο Πρωθυπουργός. Αυτό, όμως, συμβαίνει και σήμερα, αφού και τώρα ο Πρωθυπουργός επιλέγει τους Υπουργούς, μέσα ή έξω από την Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Έτσι, όμως, ελέγχει περισσότερο τους βουλευτές του, ενώ, εάν αυτοί δεν ελπίζουν να γίνουν Υπουργοί, θα είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, να αποφασίζουν και να ψηφίζουν κατά συνείδηση, όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Άρα, με βάση όλα τα ανωτέρω, πρέπει να μελετηθεί και να υπάρξει συζήτηση, μήπως είναι χρήσιμο, να θεσπισθεί συνταγματική πρόβλεψη, ώστε και το ασυμβίβαστο να υπάρχει μεταξύ Βουλευτού και Υπουργού και χρονικός περιορισμός (θητεία) να καθιερωθεί για τους Υπουργούς. Από πολλούς υποστηρίζεται, να θεσπισθεί θητεία και για τους Βουλευτές, αλλά δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη αυτή, διότι ο Βουλευτής εκλέγεται από το λαό και δε διορίζεται από τον Πρωθυπουργό. Επίσης, δεν με βρίσκει σύμφωνο η θητεία και για τον Πρωθυπουργό, διότι και αυτός εκλέγεται απ΄ ευθείας από το λαό ειδικά, μάλιστα, για τη θέση του Πρωθυπουργού.
Αντώνης Φούσας
-Ο πρώην υπουργός και βουλευτής Ιωαννίνων κ. Αντώνης Φούσας, είναι δικηγόρος Αθηνών.