Ευνοημένα για όλη τους τη ζωή, τουλάχιστον στον τομέα της υγείας, αποδεικνύονται τα μωρά που γεννιούνται τους χειμερινούς μήνες, σε αντίθεση με αυτά που γεννιούνται τους ανοιξιάτικους.
Βρετανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διαπίστωσαν ότι η εποχή της γέννησης αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη μακροζωία και την πορεία της υγείας ενός ανθρώπου και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι προνομιούχα σε αυτό το επίπεδο είναι τα παιδιά που γεννιούνται τους ψυχρούς μήνες του χρόνου. Αντιθέτως, τα μωρά της άνοιξης κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν σοβαρές ασθένειες, όπως άσθμα, αυτισμό, παιδική παχυσαρκία, γλαύκωμα, σκλήρυνση κατά πλάκας και Πάρκινσον.
«Οι εποχές έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην πνευματική και φυσική μας υγεία» δήλωσε ο Ράσελ Φόστερ, πρόεδρος στο τμήμα Κιρκαδικών Ρυθμών και Νευροεπιστήμης του βρετανικού πανεπιστημίου. «Ακούγεται παράξενο ο μήνας που έχουμε γεννηθεί ή συλληφθεί να επηρεάζει τη διάρκεια της ζωής μας ή την πορεία της υγείας μας. Ομως είναι γεγονός ότι το πόσα χρόνια θα ζήσουμε και πόσες πιθανότητες έχουμε να αναπτύξουμε μια σειρά από ασθένειες φαίνεται να σχετίζονται με τον μήνα της γέννησής μας».
Καθοριστικό ρόλο στο φαινόμενο αυτό αποδείχτηκε ότι παίζει η έκθεση της μητέρας στο φως του ηλίου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η έρευνα του καθηγητή Φόστερ και της ομάδας του έδειξε ότι η βιταμίνη D, η οποία συντίθεται κατά τη διάρκεια της έκθεσης στον ήλιο, ρυθμίζει τη δράση χιλιάδων γονιδίων κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Η έκθεση στο πρώτο τρίμηνο της κύησης φαίνεται να δημιουργεί προβλήματα, σε αντίθεση με την έκθεση στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Αφού μελέτησαν πολλές επιδημιολογικές έρευνες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι στο βόρειο ημισφαίριο ο κίνδυνος εμφάνισης των περισσότερων διαταραχών κορυφώνεται τους εαρινούς μήνες, ενώ αντιθέτως πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδα κοντά στον Νοέμβριο.
Κάπως έτσι λοιπόν, τα μωρά που γεννιούνται την άνοιξη φαίνεται να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχές της συμπεριφοράς και της διατροφής, όπως επίσης άσθμα, γλαύκωμα, αυτισμό, μανιοκατάθλιψη, εθισμό στο αλκοόλ, νόσο του Χότζκιν, σκλήρυνση κατά πλάκας, ναρκοληψία, αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση και Πάρκινσον, ενώ αντιθέτως τα παιδιά των χειμερινών μηνών μοιάζουν να κινδυνεύουν περισσότερο από νόσο του Κρον, επιληψία, σχιζοφρένεια και Αλτσχάιμερ.
Σε μία από τις μελέτες τους οι επιστήμονες ανέλυσαν τα στοιχεία σχετικά με τους θανάτους δύο εκατομμυρίων Δανών και Αυστριακών στο διάστημα μεταξύ 1970 και 2000.
Συμπερασματικά, διαπίστωσαν ότι η ηλικία θανάτου όσων είχαν γεννηθεί μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου ήταν μικρότερη αυτής όσων είχαν γεννηθεί μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου.
Παρόμοιες μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει στο παρελθόν ότι όσοι γεννιούνται το φθινόπωρο ζουν κατά μέσο όρο 160 μέρες περισσότερο σε σχέση με όσους γεννιούνται την άνοιξη. «Πλέον όλο και περισσότερες μελέτες συγκλίνουν στο ότι ο ήλιος και η βιταμίνη D αποτελούν παράγοντες κινδύνου» δήλωσε ο καθηγητής Τζορτζ Εμπερς, κλινικός νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που συμμετείχε στις παραπάνω έρευνες.
Δεδομένου, βέβαια, ότι δεν είναι δυνατόν όλες οι συλλήψεις να γίνονται τον Φεβρουάριο και όλες οι γέννες τον Νοέμβριο, τα συμπεράσματα των επιστημονικών ερευνών αναμένεται να χρησιμεύσουν ως βάση για να συστήνεται στις γυναίκες να αποφεύγουν την έκθεση στον ήλιο κατά τη διάρκεια της κύησης.
«Οι εποχές έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην πνευματική και φυσική μας υγεία» δήλωσε ο Ράσελ Φόστερ, πρόεδρος στο τμήμα Κιρκαδικών Ρυθμών και Νευροεπιστήμης του βρετανικού πανεπιστημίου. «Ακούγεται παράξενο ο μήνας που έχουμε γεννηθεί ή συλληφθεί να επηρεάζει τη διάρκεια της ζωής μας ή την πορεία της υγείας μας. Ομως είναι γεγονός ότι το πόσα χρόνια θα ζήσουμε και πόσες πιθανότητες έχουμε να αναπτύξουμε μια σειρά από ασθένειες φαίνεται να σχετίζονται με τον μήνα της γέννησής μας».
Καθοριστικό ρόλο στο φαινόμενο αυτό αποδείχτηκε ότι παίζει η έκθεση της μητέρας στο φως του ηλίου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η έρευνα του καθηγητή Φόστερ και της ομάδας του έδειξε ότι η βιταμίνη D, η οποία συντίθεται κατά τη διάρκεια της έκθεσης στον ήλιο, ρυθμίζει τη δράση χιλιάδων γονιδίων κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Η έκθεση στο πρώτο τρίμηνο της κύησης φαίνεται να δημιουργεί προβλήματα, σε αντίθεση με την έκθεση στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Αφού μελέτησαν πολλές επιδημιολογικές έρευνες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι στο βόρειο ημισφαίριο ο κίνδυνος εμφάνισης των περισσότερων διαταραχών κορυφώνεται τους εαρινούς μήνες, ενώ αντιθέτως πέφτει στα χαμηλότερα επίπεδα κοντά στον Νοέμβριο.
Κάπως έτσι λοιπόν, τα μωρά που γεννιούνται την άνοιξη φαίνεται να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχές της συμπεριφοράς και της διατροφής, όπως επίσης άσθμα, γλαύκωμα, αυτισμό, μανιοκατάθλιψη, εθισμό στο αλκοόλ, νόσο του Χότζκιν, σκλήρυνση κατά πλάκας, ναρκοληψία, αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση και Πάρκινσον, ενώ αντιθέτως τα παιδιά των χειμερινών μηνών μοιάζουν να κινδυνεύουν περισσότερο από νόσο του Κρον, επιληψία, σχιζοφρένεια και Αλτσχάιμερ.
Σε μία από τις μελέτες τους οι επιστήμονες ανέλυσαν τα στοιχεία σχετικά με τους θανάτους δύο εκατομμυρίων Δανών και Αυστριακών στο διάστημα μεταξύ 1970 και 2000.
Συμπερασματικά, διαπίστωσαν ότι η ηλικία θανάτου όσων είχαν γεννηθεί μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου ήταν μικρότερη αυτής όσων είχαν γεννηθεί μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου.
Παρόμοιες μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει στο παρελθόν ότι όσοι γεννιούνται το φθινόπωρο ζουν κατά μέσο όρο 160 μέρες περισσότερο σε σχέση με όσους γεννιούνται την άνοιξη. «Πλέον όλο και περισσότερες μελέτες συγκλίνουν στο ότι ο ήλιος και η βιταμίνη D αποτελούν παράγοντες κινδύνου» δήλωσε ο καθηγητής Τζορτζ Εμπερς, κλινικός νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που συμμετείχε στις παραπάνω έρευνες.
Δεδομένου, βέβαια, ότι δεν είναι δυνατόν όλες οι συλλήψεις να γίνονται τον Φεβρουάριο και όλες οι γέννες τον Νοέμβριο, τα συμπεράσματα των επιστημονικών ερευνών αναμένεται να χρησιμεύσουν ως βάση για να συστήνεται στις γυναίκες να αποφεύγουν την έκθεση στον ήλιο κατά τη διάρκεια της κύησης.