«Τορπίλη» στις προσπάθειες να δοθεί μια οριστική και ικανοποιητική λύση στην κρίση χρέους της Ελλάδας και, κατά συνέπεια, της ευρωζώνης, φαίνεται πως βάζουν για μια ακόμη φορά οι Γερμανοί,
καθώς το Βερολίνο επιχειρεί ήδη να υποβαθμίσει τη σημασία της Συνόδου Κορυφής της 23ης Οκτωβρίου, υπογραμμίζοντας ότι δεν καθόλου βέβαιο πως, στη διάρκειά της, θα δοθεί η τελική λύση στην κρίση χρέους
καθώς το Βερολίνο επιχειρεί ήδη να υποβαθμίσει τη σημασία της Συνόδου Κορυφής της 23ης Οκτωβρίου, υπογραμμίζοντας ότι δεν καθόλου βέβαιο πως, στη διάρκειά της, θα δοθεί η τελική λύση στην κρίση χρέους
Η συγκεκριμένη δήλωση εκ μέρους του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ήταν αρκετή για να αντιστρέψει το κλίμα το βράδυ της Δευτέρας τόσο στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια όσο και στις αγορές συναλλάγματος, με τις μετοχές να χάνουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους και το ευρώ να υποχωρεί στα 1,3781 δολάρια από 1,39 δολάρια, που είχε φτάσει ενδοσυνεδριακά. «Δεν πρόκειται να υπάρξει τελική λύση κατά τη διάρκεια της συνόδου» ξεκαθάρισε ο κ. Σόιμπλε, τονίζοντας ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ως βασικό στόχο να υιοθετήσουν ένα σχέδιο πέντε σημείων, προκειμένου να υπάρξει σταδιακή διέξοδος από την κρίση.
Σε αυτό το σχέδιο, προσέθεσε ο κ. Σόιμπλε, θα πρέπει να περιλαμβάνεται και «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και μάλιστα υψηλότερο από το 21% που είχε συμφωνηθεί στη σύνοδο της 21ης Ιουλίου.
Η δήλωσή του προκάλεσε την άμεση αντίδραση του επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (Institute of International Finance – IIF), Τσαρλς Νταλάρα, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη συμφωνία της 21ης Ιουλίου θα πρέπει να αποτελεί πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας για την κρίση χρέους και όχι μία μεμονωμένη απόφαση.
«Εάν η διεθνής κοινότητα επιθυμεί ο ιδιωτικός τομέας να επανεξετάσει τη συμμετοχή του σε ενδεχόμενο “κούρεμα” του ελληνικού χρέους, αυτό θα πρέπει να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου επανασχεδιασμού όχι μόνο της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, αλλά στο σύνολο της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επανεξέτασης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας και της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας» υπογράμμισε ο κ. Νταλάρα σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Reuters.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών έχουν «εμφανιστεί» αρκετά δημοσιεύματα, τα οποία υποστηρίζουν ότι οι τραπεζίτες -και μάλιστα με επικεφαλής τον πρόεδρο της Deutsche Bank, Γιόζεφ Ακερμαν- εξετάζουν το ενδεχόμενο να αποδεχθούν «κούρεμα» του ελληνικού χρέους έως και 50%.
Ο κ. Σόιμπλε, πάντως, φρόντισε να επαναφέρει στο προσκήνιο και το θέμα των ευρωπαϊκών τραπεζών, τασσόμενος υπέρ της αύξησης του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 9% (core Tier 1), κάτι το οποίο μέχρι στιγμής ούτε έχει δεχθεί, αλλά ούτε και έχει απορρίψει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ). Εάν αυτή η πρόταση γίνει δεκτή, τότε το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζών που συμμετέχουν στα «τεστ κόπωσης» της ΕΒΑ -συνολικά 91 τράπεζες- θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Πάντως, Γερμανοί και Γάλλοι δηλώνουν ότι οι δικές τους τράπεζες δεν θα χρειαστεί να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίων.
Στο ίδιο πνεύμα με τον κ. Σόιμπλε κινήθηκε και ο εκπρόσωπος Tύπου της γερμανικής κυβέρνησης, Στέφεν Σέιμπερτ, ο οποίος δήλωσε ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις και μεγάλες προσδοκίες όσον αφορά την ερχόμενη σύνοδο της ΕΕ, διότι δεν υπάρχει περίπτωση να λυθούν όλα τα προβλήματα χρέους ως διά μαγείας.
Ο κ. Σέιμπερτ επισήμανε ότι αυτήν την στιγμή γίνονται πυρετώδεις διαβουλεύσεις στο θέμα της σταθεροποίησης του τραπεζικού τομέα και κυρίως στη συντονισμένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την αποτελεσματικότερη παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
Σε αυτό το σχέδιο, προσέθεσε ο κ. Σόιμπλε, θα πρέπει να περιλαμβάνεται και «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και μάλιστα υψηλότερο από το 21% που είχε συμφωνηθεί στη σύνοδο της 21ης Ιουλίου.
Η δήλωσή του προκάλεσε την άμεση αντίδραση του επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνών Χρηματοοικονομικών (Institute of International Finance – IIF), Τσαρλς Νταλάρα, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη συμφωνία της 21ης Ιουλίου θα πρέπει να αποτελεί πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας για την κρίση χρέους και όχι μία μεμονωμένη απόφαση.
«Εάν η διεθνής κοινότητα επιθυμεί ο ιδιωτικός τομέας να επανεξετάσει τη συμμετοχή του σε ενδεχόμενο “κούρεμα” του ελληνικού χρέους, αυτό θα πρέπει να αποτελέσει μέρος ενός ευρύτερου επανασχεδιασμού όχι μόνο της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, αλλά στο σύνολο της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επανεξέτασης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας και της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας» υπογράμμισε ο κ. Νταλάρα σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Reuters.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών έχουν «εμφανιστεί» αρκετά δημοσιεύματα, τα οποία υποστηρίζουν ότι οι τραπεζίτες -και μάλιστα με επικεφαλής τον πρόεδρο της Deutsche Bank, Γιόζεφ Ακερμαν- εξετάζουν το ενδεχόμενο να αποδεχθούν «κούρεμα» του ελληνικού χρέους έως και 50%.
Ο κ. Σόιμπλε, πάντως, φρόντισε να επαναφέρει στο προσκήνιο και το θέμα των ευρωπαϊκών τραπεζών, τασσόμενος υπέρ της αύξησης του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 9% (core Tier 1), κάτι το οποίο μέχρι στιγμής ούτε έχει δεχθεί, αλλά ούτε και έχει απορρίψει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ). Εάν αυτή η πρόταση γίνει δεκτή, τότε το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζών που συμμετέχουν στα «τεστ κόπωσης» της ΕΒΑ -συνολικά 91 τράπεζες- θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Πάντως, Γερμανοί και Γάλλοι δηλώνουν ότι οι δικές τους τράπεζες δεν θα χρειαστεί να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίων.
Στο ίδιο πνεύμα με τον κ. Σόιμπλε κινήθηκε και ο εκπρόσωπος Tύπου της γερμανικής κυβέρνησης, Στέφεν Σέιμπερτ, ο οποίος δήλωσε ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις και μεγάλες προσδοκίες όσον αφορά την ερχόμενη σύνοδο της ΕΕ, διότι δεν υπάρχει περίπτωση να λυθούν όλα τα προβλήματα χρέους ως διά μαγείας.
Ο κ. Σέιμπερτ επισήμανε ότι αυτήν την στιγμή γίνονται πυρετώδεις διαβουλεύσεις στο θέμα της σταθεροποίησης του τραπεζικού τομέα και κυρίως στη συντονισμένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την αποτελεσματικότερη παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).