Αν και δεν είναι κατάλληλη η στιγμή για στοχασμούς και παραλληλισμούς, αλλά στους δύσκολους καιρούς ας θυμόμαστε και λίγο την Πατρίδα και στάλα τον Αφέντη Λόγο, που μέσα από τα δικά του σοφά και επαναστατικά λόγια του που άρθρωσαν οι ποιητές μας στα χρόνια της σκλαβιάς και όχι μόνον, άνδρωσε τους Έλληνες με πνεύμα, δύναμη και θάρρος για να μπορούμε εμείς σήμερα να είμαστε λεύτεροι και κάτοχοι-κληρονόμοι μιας Ιστορίας που οι σημερινοί «ταγοί» τυφλοί δούλοι της πόρνης «ελεύθερης» αγοράς θέλουν να πουλήσουν.
Το παρακάτω απόσπασμα, «ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ» είναι από το βιβλίο μου «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ - ΟΙ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ) το αφιερώνω σε όλους εκείνους που αγωνιούν για την ακεραιότητα του τόπου μας, την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας, τις αξίες μας. Επίσης για τους συγγραφείς-λογοτέχνες-π0ιητές απόδημους και γηγενείς, πιστεύω πως στην τροχιά της δίνης που έχουμε περιέλθει ακόμα και τώρα μπορούμε να την αποφύγουμε φτάνει να μιμηθούμε τους προγόνους μας-ποιητές, να ασχοληθούμε περισσότερο με τα κακά κείμενα της πόρνης «ελεύθερης» αγοράς, έτσι που μια μέρα να μπορούμε να ζούμε και πάλι λεύτεροι σε μια πραγματικά πνευματική ελεύθερη αγορά.
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Ξεκίνησα με στοχασμό στο κοντινό δασάκι
τώρα που είναι άνοιξη κι ανθεί το χορταράκι,
τώρα π’ ακούγονται πουλιά να γλυκοκελαηδούνε
κι όλα τα κοντυλόχορτα γοργά, γοργά ξυπνούνε
εσένα, ω άνοιξη,
π’ όλη την πλάση ξαναζείς με περισσή κατάνυξη.
Εσύ που δίνεις τη ζωή ήρθα να συναντήσω
κι ως παντοδύναμη θεά πιστά να προσκυνήσω
να κουβεντιάσουμε μαζί για χίλια πραγματάκια
κάποια που ’ναι ρόδινα,
τα πιότερα ασήκωτα, είναι πικρά φαρμάκια!
Άνοιξη, ω άνοιξη, όπου κι αν βγεις τα πάνδεινα
μας κάνεις και ξεχνάμε κι όπου βρεθείς και απλωθείς
εσένα μέσ’ τη μέθη μας σε γλυκοτραγουδάμε.
Χάρη σε εσέ, να δεις
μπορείς, εμείς ως άνθρωποι και τι δεν προσδοκάμε
στην επικράτειά σου, ειρήνη να χαίρεσαι να ζεις,
τα δέντρα, τα ζωάκια σου εμείς τα αγαπάμε
και οι κορφάδες των δεντριών, καθώς ο άνεμος τις
απαλοχαϊδεύει,
μοιάζουν πιστοί προσκυνητές που όλο σε υμνούνε,
του δάσους μυρμηγκοστρατιές που όλα τα μαζεύει,
τούτη η μικρή σου αυλακιά με το κελάρυσμά της,
χρώματα σμάλτου και χρυσού, πιτσιλωτές σκιάδες
του ήλιου οι ανταύγειες
κι όλα μαζί και άλλα πολλά για σένα τραγουδάνε
μα πιότερ’ όλα τα πουλιά, που ξέγνοιαστα πετάνε.
Αχ τα πουλιά! Και να ’μουνα ένα πουλί κι εγώ,
στον τόπο μου να πέταγα νωρίς το δειλινό
και όλο να τραγουδώ,
που η άνοιξη στη Χώρα μου δεν είναι πια καλή.
Ω συ, καλή μου άνοιξη! Σε τούτη εδώ τη γη,
ας την καλέσουμε μαζί να ’ρθει για μια στιγμή
η έρμη η πατρίδα μου, η μακρινή Ελλάδα,
φάρος μου και λαμπάδα.
Μαζί κι εσύ, ω άνοιξη, κι εσύ εδώ πατρίδα,
με την πατρίδα μου κι εγώ θα παραπονεθώ
και μη ζηλεύεις, μάτια μου, κι εσένα σ’ αγαπώ
και μην τρομάξεις για ό, τι πω, μόνο ν’ αφουγκραστείς
και μη μου πικραθείς.
Κοντά μου δίνεις δίκαιο και άδικο, αν κρίνεις
κρώξε αν θες και μίλα μου ότι τα παραλέω
ρίξε ματιές, βάλε αφτί προς το Νοτιά της δίνης,
για όσα συμβαίνουν κει σε μας εκ’ της παραφροσύνης,
κρίνω κατακριτέο.
Ακατασίγαστος ο νους, λυμένη η ψυχή μου
το έργο κάποιων πονηρών δεν το καταλαβαίνω,
κρίνω και κατακρίνω, να και η υπογραφή μου
και μάρτυς μου για όσα πω, η ίδια η φυλή μου
καθώς και η ζωή μου…
Ελλάδα μου, πατρίδα μου και φάρε της ζωής μου!
Κι όπως εδώ που στάθηκα στο δάσος με λατρεία
και τη ματιά μου άφησα να ζήσει στη μαγεία,
ευθύς ο παραλληλισμός με παίρνει στα φτερά του
με πάει πίσω, με φέρνει μπροστά στα μέρη τα δικά του,
άστατος σαν αγρίμι,
σαν άλογο που το χτύπησε της κάψας το λιοπύρι,
μέχρι που πια σταμάτησε τη δίψα του να σβήσει
μπρος σε πηγή αστείρευτη που έχει μείνει μόνη,
σαν μια θεά χιλιόχρονη, σαν ήλιος που τυφλώνει,
σαν κρυσταλλένια κρήνη,
που σβήνει πυρκαγιά, ήλιος χρυσός και πύρινος
που σπέρνει τη φωτιά. Αλίμονο! Ποιος είναι γυάλινος
θα πάθει συφορά. Και αλίμονο στο σύννεφο
που θα μπει στην τροχιά, τότε θα ζήσει, το άμοιρο,
παγκόσμια χαλασιά.
Φόβους δεν έχω μέσα μου, τι θε να με τρομάξει;
Αποστολή μου έδωσες, δραγάτη μ’ έχεις φτιάξει,
τα γυάλινα να τα χαλώ, τα σκούρα να σκορπίζω
ποτέ να μην υποχωρώ, να μοιάζω για παιδί σου
κι ανάπνα της πνοής σου...
«Ελλάδα μου, μητέρα μου, θεά και ομορφιά μου
γαλανοπεριστέρα μου, ελπίδα και χαρά μου…»
Θυμάσαι, πώς τελείωνα την τότε αναφορά μου;
Αναφορά που μίλαγε στων χρόνων την πορεία;
Που μπόρεσες και έβγαινες μέσα απ’ τη δυστυχία;
Των τέκνων σου συχώραγες πάθη και αμαρτίες
δόλους και σκευωρίες.
Λίγες χρονιές επέρασαν γιομάτες με μαράζι
ασίγουρες, αβέβαιες, ποιον τάχατε να νοιάζει;
Βουτιά στη νέα εποχή και εκσυγχρονισμένοι,
μ’ άγνωστα λάβαρα ψηλά και τρίχα σηκωμένη,
γίναμ’ οι καημένοι.
pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de